- κλώθεται
- κλώθωtwist by spinningpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλκυσμα — ἕλκυσμα, το (AM) ο τρόπος ή το μέσο με το οποίο κάποιος έλκει, τραβά κάτι αρχ. 1. το νήμα που τραβιέται ενώ κλώθεται 2. το έλκημα 3. η σκουριά τού αργύρου … Dictionary of Greek
ευμήρυτος — εὐμήρυτος, ον (Α) 1. αυτός που γνέθεται, που κλώθεται εύκολα («ἔρια ξαίνειν, ὡς εὐεργὰ εἴη ταῑς γυναιξί καί εὐμήρυτα», Λουκιαν.) 2. συνεκδ. αυτός που παρατείνεται, που τραβά σε μάκρος εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μηρύομαι «κλώθω»] … Dictionary of Greek
εύκλωστος — η, ο (Α εὔκλωστος, ον) αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που είναι κλωσμένος καλά … Dictionary of Greek
ηλάκατα — ἠλάκατα, τὰ (Α) [ηλακάτη] (μόνο στον πληθ.) 1. οι τούφες τών μαλλιών που είναι τοποθετημένα πάνω στην ηλακάτη, δηλ. στη ρόκα 2. το νήμα που κλώθεται από την ηλακάτη … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
μερμιθουργείο — το εργαστήριο στο οποίο κλώθεται η μέρμιθα, σχοινοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερμιθουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
αδράχτι — το ιού, εργαλείο με το οποίο κλώθεται το νήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)